- ζώναν
- ζώνᾱν , ζώνηbeltfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικόκροκος — ον, Α υφασμένος με κόκκινο νήμα («φοινικόκροκον ζώναν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κροκός (< κροκή [Ι] «υφάδι, κλωστή, νήμα»), πρβλ. λινό κροκος] … Dictionary of Greek